- ἀκαπήλευτος
- ἀκαπήλευτος, ον, = sq., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκαπήλευτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαπήλευτος — η, ο (Α ἀκαπήλευτος, ον) [καπηλεύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τόν έχουν καπηλευθεί ανέντιμα αρχ. μσν. 1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια 2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον… … Dictionary of Greek
ακαπήλευτος — η, ο αυτός που δεν έγινε αντικείμενο καπηλείας, εκμετάλλευσης: Ούτε τη θρησκεία ούτε την πατρίδα άφησαν ακαπήλευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαπηλεύτως — ἀκαπήλευτος adverbial ἀκαπήλευτος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαπήλευτον — ἀκαπήλευτος masc/fem acc sg ἀκαπήλευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαπηλεύτου — ἀκαπήλευτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαπηλεύτους — ἀκαπήλευτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαπηλεύτων — ἀκαπήλευτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαπηλεύτῳ — ἀκαπήλευτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάπηλος — ἀκάπηλος, ον (Α) ο ακαπήλευτος … Dictionary of Greek